- αρύομαι
- (παθ. αόρ. ηρύσθην) μετ. черпать, извлекать (чаще перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀρύομαι — ἀρύω draw pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
προσαρύομαι — Α αντλώ κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀρυομαι «αντλώ, λαμβάνω»] … Dictionary of Greek